Στη δεκαετία του ΄50 - όπου η εξέλιξη βρισκότανε ακόμη στα σπάργανα - κάθε αγροτικό σπίτι είχε την ανάγκη μιας κατσίκας, που προμήθευε το γάλα της οικογένειας και μερικών πουλερικών που τους έδιναν τα αυγά τους και το κρέας τους. Αυτά τα αναγκαία βελτίωναν το επίπεδο της οικογενειακής τους διατροφής.
Ακόμη πιο απαραίτητο ήταν η κατοχή ενός αλόγου, μουλαριού ή γαϊδουριού. Κάθε ένα από αυτά τα ζώα διευκόλυνε τη ζωή της αγροτικής οικογένειας. Με αυτά τα ζώα γίνονταν οι μεταφορές, το όργωμα των χωραφιών. Ηταν το πολυτιμότερο “εργαλείο” τους, που δεν ζήταγε παρά μόνο λίγο σανό, κανένα φρέσκο κλαρί και στην καλύτερη των περιπτώσεων μια γαβάθα καλαμπόκι.
Ηταν ένα μέλος της οικογένειας. Γι αυτό το φρόντιζαν σαν ένα παιδί τους. Το προστάτευαν από τον ήλιο, το ξεσαμάρωναν αμέσως μετά τις δουλειές, το πότιζαν με φρέσκο νερό και το χάϊδευαν σκουπίζοντας το σώμα του.
Ενα τέτοιο ζώο είχε η οικογένεια της γιαγιάς μου Γιαννούλας. Το μουλάρι μας: Ο Μάρκος.
Στην Κορώνεια μας έστελνε (τρία αγόρια) η μάνα μας για δεκαπέντε μέρες των σχολικών διακοπών του Πάσχα και των Χριστουγέννων καθώς και τους τρείς μήνες του καλοκαιριού. Μια “συνήθεια” που κράτησε μια δεκαετία περίπου.
Η γιαγιά μου - χήρα από τα σαράντα της χρόνια και με τρία παιδιά - μας περίμενε κάθε φορά με ανυπομονησία. Ημασταν οι προπομποί των σημερινών αλλοδαπών, ήδη από τη δεκαετία του ΄50. Πολύτιμα εργατικά χέρια. Ο ένας θα πήγαινε με τη γιαγιά να ποτίσουν το χωράφι στην Αγία Παρασκευή, ο άλλος θα συνόδευε τον θείο Βαγγέλη στο βουνό για να μαζέψουν τα ξύλα για τον χειμώνα και την εβδομαδιαία χρήση του σπιτικού μας φούρνου, ενώ ο τρίτος θα πήγαινε την Ρούσσα την κατσίκα μας για να βοσκήσει.
Οκτάχρονο παιδάκι ήμουν όταν για πρώτη φορά ο θείος Βαγγέλης με πήρε μαζί του στην Παλιοκατούντ για να κόψουμε ξύλα και να μεταφέρω - με τον Μάρκο - το φορτίο στο χωριό και έμεινα κατάπληκτος με την νοημοσύνη του ζώου μας.
Ο θείος φόρτωσε τις αγκαλιές των ξύλων στο σαμάρι του μουλαριού και μου είπε: Θα ακολουθήσεις τον Μάρκο και αυτός θα σε πάει στο σπίτι όπου η γιαγιά θα σε περιμένει και θα ξεφορτώσει τα ξύλα. Θα μαζέψεις τις τριχιές θα ανέβεις στο Μάρκο και αυτός θα σε φέρει εδώ.
Ο θείος με συμβούλευε τι θα κάνω και εγώ σκεπτόμουν: Μα τι λέει; Τέτοια και τόση απόσταση, μέσα από μονοπάτια, άγνωστο μέρος όπου εγώ δεν μπορούσα καν να προσανατολιστώ που βρισκόμουν και θα ήξερε το ζώο καλύτερα από εμένα; Ο θείος ουσιαστικά με διέταζε και εγώ δεν ήταν δυνατόν να αρνηθώ.
Με δέος ακολούθησα το Μάρκο κατά τις εντολές του θείου Βαγγέλη και ο Μάρκος πήρε να βαδίζει το μονοπάτι και εγώ ακολουθώντας τον να σκέπτομαι ότι πάει τελείωσε μέχρι εδώ ήταν...Θα χαθώ στο δάσος. Αναλογιζόμενος το δρομολόγιο είχα την παρηγοριά ότι ήξερα τη διαδρομή από το χωριό μέχρι το Κεφαλόβρυσο (ειδυλιακός τόπος, με πηγή νερού και - για κάποια χρόνια - κατασκηνωτικός χώρος για τα παιδιά της Λιβαδειάς). Αλλά από το Κεφαλόβρυσο στο βουνό και το αντίστροφο τι γίνεται;
Μπα! Ο Μάρκος ήξερε καλύτερα από εμένα. Με πήγε στο σπίτι. Ξεφορτώθηκαν τα ξύλα. Μάζεψα τις τριχιές. Ανέβηκα στο σαμάρι και ο Μάρκος με πήγε πίσω στο Παλιοκαντούτ και στο θείο Βαγγέλη, που είχε ετοιμάσει το επόμενο φορτίο για τη μεταφορά.
Αναρωτήθηκα πολλές φορές: “Ποιός τελικά ξέρει καλύτερα; ο Μάρκος ή εγώ;”. “Ποιός είναι πιο ζώο; Ο Μάρκος ή εγώ;”.
Από εκείνη τη μέρα και για μια δεκαετία, πήγαινα στο χωριό στη γιαγια Γιαννούλα και το θείο Βαγγέλη με τη λαχτάρα να βρώ το Μάρκο, να τον φιλήσω, να τον χαϊδέψω και να τον ταϊσω με το πιο φρέσκο κλαρί μουριάς.
ΥΓ. Χρόνια αργότερα. 1965. Αντρας πλέον. Στον κινηματογράφο "Ρόδον" της Αθήνας υπήρξε ένα φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους. Παρών κι εγώ. Μεταξύ των ταινιών και το αριστούργημα "Το άλογο" του σκηνοθέτη Κώστα Ζώη. Η ταινία διηγείται τον αποχωρισμό ενός αλόγου από τον ηλικιωμένο κύρη του, μια και οι ανάγκες του πολέμου επίταξαν το άλογο. Ενας σπαρακτικός αποχαιρετισμός. Κι εγώ να συνδέω την πλοκή της ταινίας με το Μάρκο.
ΥΓ. Χρόνια αργότερα. 1965. Αντρας πλέον. Στον κινηματογράφο "Ρόδον" της Αθήνας υπήρξε ένα φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους. Παρών κι εγώ. Μεταξύ των ταινιών και το αριστούργημα "Το άλογο" του σκηνοθέτη Κώστα Ζώη. Η ταινία διηγείται τον αποχωρισμό ενός αλόγου από τον ηλικιωμένο κύρη του, μια και οι ανάγκες του πολέμου επίταξαν το άλογο. Ενας σπαρακτικός αποχαιρετισμός. Κι εγώ να συνδέω την πλοκή της ταινίας με το Μάρκο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου