Αφήγηση του Νίκου Παπαχριστοδούλου
Κάθε ένας από εμάς έχει τις δικές του αναμνήσεις, από την Κορώνεια.
Αλλοι, πλην των αναμνήσεων, έχουν και αντικείμενα, που συνοδεύουν τη μνήμη.
Μια τέτοια ιστορία έχει το εικονιζόμενο ποτήρι, που προέρχεται από την οικοσκευή της ταβέρνας του Τιμολέων.
1966
Βαδίζω από την Πλατεία με κατεύθυνση τον Προφήτη Ηλία (πολιούχο του χωριού μας), που βρίσκεται δίπλα στο νεκροταφείο.
Μετά από λίγα βήματα βρίσκομαι απέναντι από την ταβέρνα του Τιμολέων, που είχε μια υπερυψωμένη αμφιθεατρική αυλή.
Η αυλή έχει μια ημικύκλια χαμηλή μάντρα, που χρησιμεύει ως κάθισμα για τους πελάτες και δίπλα δύο-τρία τραπέζια.
Εκεί βρίσκεται μια μεγάλη αντροπαρέα, που τρώει, πίνει και κουβεντιάζει.
Μόλις με βλέπουν ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:
- Καλημέρα. Τς μπ.ν, ρε ντιάλ΄.
- Καλημέρα, σε όλους σας.
- Εα κε τού τι πις νι ποτήρ βερε δέ τ χας νι μεζέ
. Ευχαριστώ.
- Σε γιένι ν στιπί; Γιένι τ.ρ μιρ;
- Ολοι είναι καλά.
- Κε ντι κ.μη εδέ πρες τ. πις νιι ποτήρ βερ
- Ευχαριστώ, αλλά καλύτερα να πιω ένα ποτήρι νερό.
Παίρνω το ποτήρι και πηγαίνω στο μέσα μέρος της κουζίνας, προκειμένου να το γεμίσω με νερό.
Μπροστά από εμένα βαδίζει ο Μήτσος ο Τιμολέων κρατώντας ένα δίσκο με χρησιμοποιημένα πιάτα, ποτήρια και μαχαιροπήρουνα, που είχε μαζέψει από ένα τραπάζι και παίρνει τα ποτήρια, τα αναποδογυριζει και τα τοποθετεί στο ράφι, για την επόμενη χρήση.
“Ξεχνάω” το νερό και ξαναβγαίνω από την ταβέρνα. Ευχαριστώ και χαιρετώ τη φιλόξενη παρέα. Κρατάω το ποτήρι. Βαδίζω προς το νεκροταφείο και λίγο πριν σταματώ στον κήπο του Θωμά Νάκου (όπου μέσα εκεί υπήρχε πηγή, με τρεχούμενο νερό). Το γεμίζω, πίνω και συνεχίζω το δρόμο μου.
Κράτησα το ποτήρι. Οποτε το χρησιμοποιώ λέω "Εις Υγείαν" και μνημονευώ τα πρόσωπα της φιλόξενης παρέας, το συμβάν και τον Μήτσο τον Τιμολέων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου