Παρασκευή 5 Απριλίου 2019

Τα παραμύθια της γιαγιάς

 
Τα (αρβανίτικα) παραμύθια της γιαγιάς
 του Κώστα Π. Ραχούτη *
Όταν ήμασταν μικρά, λοιπόν, και καθόμασταν στην βάτρα (τζάκι) τον χειμώνα, συνηθίζαμε να παίρνουμε μια μεγάλη φέτα ψωμί, στην συνέχεια της καρφώναμε ένα πιρούνι στη μια πλευρά ώστε να μπορεί να στέκεται όρθιο απέναντι στη φωτιά και να ροδοκοκκινίσει.

Μόλις ήταν έτοιμο, το παίρναμε, και του βάζαμε επάνω λάδι και ζάχαρη, και τρώγαμε μεγάλες ποσότητες. Αυτό, έπρεπε να ελεγχθεί, διότι γινόταν αλόγιστη κατανάλωση του πολύτιμου ψωμιού, του λαδιού, καθώς και της, ακριβής τότε, ζάχαρης.

Μόλις λοιπόν άρχιζαν τα κρύα, και καθόμασταν στο τζάκι, και βάζαμε το ψωμί αντίκρυ στην φλόγα, η αγράμματη, μα πάνσοφη Αρβανίτισσα, έπρεπε να μας αποτρέψει από την σπατάλη. Τότε, μας μάζευε όλους κοντά στη φωτιά, έβαζε και η ίδια μια φέτα ψωμί έτσι, ώστε να την βλέπουμε όλοι καθώς ψηνόταν, και παράλληλα άρχιζε την διήγηση του παραμυθιού.

Μότιτ μανάρεζα ίμε, ερδ ιν ζοτ ν’ δε εδέ ου φόλι τούτι πράμβετ τ’ βεν ν’ πλατέ τ’ κατούντιτ, ε τ’ θον παράπονατ τσι καν γκα νιέρζετ. [Τον παλιό καιρό μαναράκια μου, ήλθε ο θεός στη γη, και κάλεσε όλα τα πράματα, ζώα και φυτά να πάνε στην πλατεία του χωριού και να πούνε αν έχουν παράπονα από τον άνθρωπο.]
Βάτε εδέ ινζότ ατιέ, εδέ ου μπλιόδν τούτι, ι πίειτι ψε κανν παράπονο γκα νιερίου. [Πήγε και ο θεός εκεί, και παράλληλα μαζευτήκανε όλα. Τα ρώτησε λοιπόν ο θεός αν έχουν παράπονο από τον άνθρωπο.]

Ου ρ βιτ μπάθα, εδέ ι θα. Να μούα μ’ μαρ’ν εδε μ’ ζίενιεν σα λιόσεμ εδε παστάι μ’ χαν! [Πετάχτηκε το κουκί και του είπε: «Να εμένα με παίρνουν και με βράζουν μέχρι να λειώσω και μετά με τρώνε!»]
Μιρ τα μπ’ν. (ι θα ινζότ) [Καλά σου κάνουν (είπε ο θεός).]

Παστάι ου γκρε κίκιρα, εδε θα. Να μούα μ’ στερ’ν ν’ ούι τ’ρ’ νατ’ν, εδε μπ’νεμ λιούτς, ε παστάι μ’ ζιεν εδέ μούα εδέ μ’ χάν. [Μετά σηκώθηκε το ρεβίθι (κίκιρα) και του είπε: «Να και μένα με ρίχνουν στο νερό και μουλιάζω όλη νύχτα, και γίνομαι «λιούτς», μετά με βράζουν και μένα και με τρώνε!]
Μιρ τα μπ’ν εδε τι.(ι θα ινζότ) [Καλά σου κάνουν και σένα (του είπε ο θεός).]

Παστάι ου γκρε εδέ ρούσι εδέ ι θα. Εδέ μούα μ’ πρες ν’, εδέ παστάι ,μ’ σκάλιν με κ’μπ’ σα λιόσεμ φούντιτ ε μπ’νεμ βερρ, εδέ παστάι μ’ πιν εδέ ντέχχεν. [Μετά σηκώθηκε και το σταφύλι (ρούσι) και είπε: «Και μένα με κόβουν, και μετά με πατάνε με τα πόδια τους μέχρι που λιώνω τελείως, μετά με κάνουν κρασί, με πίνουν και μεθάνε».]
Μιρρ τα μπ’ν εδέ τι, άστου πρεψ, ψε με βερρ’ν ξελιόδετ νιερίου εδέ χαρόν. Τι σπρεψ τ’ κεσςς παράπονο, ψε τ’ ντούαν, τ’ στερ’ν μπούτιτ εδέ φλε γκρόχ’τ. γκαγιό σκε δίκιο. [Καλά σου κάνουν και σένα, έτσι πρέπει γιατί με το κρασί ξεκουράζονται οι άνθρωποι και ξεχνάνε. Γι’ αυτό εσύ δεν πρέπει να έχεις παράπονο, διότι σε βάζουν στο βαρέλι και κοιμάσαι στην ζεστασιά! Γι’ αυτό δεν έχεις δίκιο.]

Ατιέ όμως κέιν βάτουρ εδέ τούτι μπέρατ, Βάτε κάλι, πέλια, λιόπα, ντέλεα, δία, γαϊδούρεα, πούλια, ζόγκετ, εδέ τούτι τ’ έγκρατ. Ου σινοίσν λοιπόν, εδέ βουν εκπροσοπο λιόπ’ν, σι κουτούκιε τσ’ για, τ’ φλιάςς περ άτα. [Εκεί όμως είχανε πάει και όλα τα ζωντανά, πήγαν, το άλογο, η φοράδα, η αγελάδα, η προβατίνα, η γίδα, η γαϊδούρα, η κότα, και όλα τα άγρια πουλιά. Συνεννοήθηκαν λοιπόν και έβαλαν εκπρόσωπο την αγελάδα σαν αγαθιάρα που είναι να μιλήσει αυτή για όλους.]
Ου γκρε λοιπόν λιόπα εδέ ι θα ινζότιτ. [Σηκώθηκε λοιπόν η αγελάδα, και είπε του θεού.] Νέβε να ι χιπν’ν καβάλλ ε να ζεψν εδέ να β’ν τ’ αρμόιμ άρρατ, ε λιόδεμι σιούμ. [Εμάς μας καβαλάνε, μας ζεύουν, και μας βάζουν να οργώσουμε τα χωράφια, και κουραζόμαστε πολύ.] Μιρρ τα μπ’ν εδέ γιούβε. (ι θα ινζότ) [Καλά σας κάνουνε και σας (της είπε ο θεός).]

Νε πο παστάι μ’ μιέλνι ν , ε μ’ μαρ’ν κλιούμσιν εδέ ε πιν τνιέλτ. [Ναι αλλά μετά με αρμέγουν, μου παίρνουν το γάλα και το πίνουν τα παιδιά τους.]
Μίρρ ε ψων (ι θά ινζότ) [Καλά να πάθεις (της είπε ο θεός).]

Κουτούκιε ξεκουτούκιε, λιόπα… σινεχίς. Ναι πο παστάι μ’ θερν’ εδέ μ’ χαν, βετ’μ πελ’ν, εδέ κάλιν σχανν. [Κουτή-ξεκουτή, η αγελάδα συνέχισε. Ναι αλλά μετά με σφάζουν και με τρώνε, μόνον την φοράδα και το άλογο δεν τρώνε.]
Α! γκίγκιου τ’ τ’ θομ (ι θα ινζότ) κάλι για ιργκ’ντ γκα μούα ε σχάχετ. [Α! Για άκου να σου πω (της είπε ο θεός) το άλογο και η φοράδα δεν τρώγονται γιατί είναι αγιασμένα από μένα.]
Τσ’ τ’ μπ’ν λιόπεζα εντάρα, ου γκρε ε βάτε πράπα πλατίεςς. [Τι να κάνει η
καημένη η αγελαδίτσα, σηκώθηκε και πήγε πίσω από την πλατεία.]

Άτιε νε νι αν’ζ όμως ρι εδέ γκρούρ’ζα, εδέ σφλιτ καταφάρε, ε πα ινζότ εδέ ε πίειτι.. Εκεί σε μια γωνίτσα όμως καθότανε και το σταράκι, και δεν μιλούσε κατακαθόλου, το πρόσεξε αυτό ο θεός, και το ρώτησε.
Εσύ σταράκι, γιατί δεν μιλάς καθόλου; Είσαι ευχαριστημένο; Όχι θεούλη μου , εγώ έχω μεγάλο παράπονο από τους ανθρώπους.
Δηλαδή, (ε πίειτι ινζότ) το ρώτησε ο θεός.
Να εκεί που κάθομαι τι ζεστά και τι καλά στο αμπάρι μου, έρχονται και με παίρνουν, και με πετάνε έξω στο χώμα, στο κρύο , και μετά με θάβουνε.
Καλά σου κάνουνε (ι θα ινζότ) του είπε ο θεός.
Μετά φυτρώνω και γίνομαι καταπράσινο, και ομορφαίνω πολύ, μετά τα μαλλιά μου γίνονται ολόχρυσα, και εκεί που καμαρώνω με την ομορφιά μου, ξέρεις τι μου κάνουν;
Τι, (ι θα ινζότ) το ρώτησε ο θεός.
Να, έρχονται οι άνθρωποι με κάτι κοφτερά ντραπάνια και με κόβουνε.
Καλά σε κάνουνε (ι θα ινζότ) του είπε ο θεός.
Μετά όμως, με πάνε στο αλώνι και βάζουνε αυτά τα ζα με τα πέταλα και με κάνουνε (λίντε- κλίντε).
Καλά σε κάνουνε (ι θα ινζότ) του είπε ο θεός
Ναι αλλά μετά ξέρεις τι μου κάνουν; (ι θα ζότιτ εδέ κλιάν) είπε του θεού με κλάματα. Με πετάνε σε κάτι μεγάλες πέτρες και με κάνουν σκόνη, αλεύρι.
Καλά σε κάνουν (ι θα ινζότ) του είπε ο θεός.
Ναι αλλά το τελευταίο δεν το αντέχω θεούλη μου. Με ρίχνουν στον καυτό φούρνο και με ψένουνε.
Καλά σου κάνουνε (ι θα ινζότ ) του είπε ο θεός.
Ναι αλλά είναι και μερικοί κακοί που δεν φτάνει που με ψένουν μια φορά, αλλά με ξαναψένουνε!
Ινζότ, ου προβλιματίς, ζου μιέκρ’τ’ ε σφόλι καταφάρε, ακούρ ου σκεψ πακ, κρούαιτι κρίετ, εδέ θα. [Ο θεός προβληματίστηκε, έπιασε τα γένια του και δεν μίλησε κατακαθόλου . αφού σκέφτηκε για λίγο, έξυσε το κεφάλι του και του είπε.]
Αααααα! Εδώ έχεις δίκιο! Γι’ αυτό όσοι σε ξαναψένουνε, ψωμί να μην
χορταίνουνε!

Έχει πολύ ενδιαφέρον εδώ ο τρόπος που η αγράμματη, μα σοφή Αρβανίτισσα, χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα. Ξετυλίγει το παραμύθι με μοναδική μαεστρία.
Αρχίζει με καθαρή δίγλωσση διάλεκτο, πού χρησιμοποιούν οι Αρβανίτες της Βοιωτίας. Για παράδειγμα: «παράπονο», «πρεψ», «δίκιο» και «λοιπόν» ταιριάζουν άψογα στο κείμενο. Αλλά εντύπωση κάνει και το «ου σινοίσν», συνεννοήθηκαν δηλαδή, και βάλανε την αγελάδα «την κουτούκια», την χαζή, να βγάλει το φίδι από την τρύπα, ξέροντας τα άλλα ζώα τον προορισμό τους. Εξ άλλου, η αγελάδα είναι ολοκληρωμένο ζώο και το έχει ανάγκη ο άνθρωπος. Γι’ αυτό έβαλαν την αγελάδα την κουτούκια, μπας και τουμπάρει το θεό, ο οποίος χρησιμοποιεί πληθυντικό για τα ζώα και λέει «καλά σας κάνουν και σας». Δεν χάνει όμως την ευκαιρία να μας διδάξει πως δεν τρώγεται ποτέ το άλογο, διότι είναι αγιασμένο από τον θεό. Μα είναι γνωστή πια η αγάπη των Αρβανιτών προς το άλογο, γι’ αυτό και του έχουν δώσει αυτό το υπέροχο όνομα κάλι (εκ του κάλους) 
Στην συνέχεια βρίσκουμε το «κουτούκιε-(ξε)κουτούκιε», «λιόπα», «σινεχίς». Προσέξτε πως χρησιμοποιεί το (ξε).
Κουτή, (ξε)κουτή η αγελάδα συνέχιζε, «σινεχίς». Εντύπωση επίσης κάνει και η συχνά επαναλαμβανόμενη φράση του θεού, ώστε να μπει καλά στο παιδικό μας μυαλό, όπως και η μορφή του, γι’ αυτό λέει στο τέλος «ο θεός έπιασε τα γένια του», θέλοντας έτσι να δείξει την αυστηρότητά του. 

Τα παραμύθια είναι για τα παιδιά, γι΄ αυτό είναι διδακτικά. Αυτός είναι και ο λόγος που στον διάλογο με το σιτάρι η γιαγιά χρησιμοποιεί πεντακάθαρα ελληνικά, δεν υπάρχει ούτε μια λέξη αρβανίτικη μέχρι πριν το τέλος του παραμυθιού, ρίχνει εκεί όλο το βάρος, ώστε να μπορέσουμε να κατανοήσουμε πλήρως την σημασία του.

* Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Π. Ραχούτη : «Τα Αρβανίτικα Επώνυμα των Ελλήνων, και η πορεία τους μέχρι σήμερα»
© Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Ο.Ε., Αθήνα 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.