Απόσπασμα από το βιβλίο της Ντίνας Μήτσου ‘’Ψάχνoντας’’
Για να ζήσεις στην Κορώνεια, θα πρέπει να συμφιλιωθείς με τη μοναξιά και τη
σιωπή, να ξεκόψεις από τη βοή της μεγαλούπολης και να ψάξεις την απλότητα του
χωριού και των κατοίκων. Εδώ θα έρθεις να θαυμάσεις, να αναπνεύσεις και να σκεφθείς. Και η Κορώνεια με τη σειρά της αγκαλιάζει αυτούς που τη λατρεύουν, τη
γεύονται και γνωρίζουν τα μυστικά της.
Για να γνωρίσεις τα μυστικά του τόπου, πρέπει να γυρίσεις τους δείκτες του
ρολογιού σου πίσω, να ταξιδέψεις με το μυαλό και να δεις το κεφαλόβρυσο όπως
ήταν παλιά, με τις πηγές να αναβλύζουν στις ρίζες του πλατάνου· να δεις το
γραφικό ποταμάκι να κυλάει ήσυχα τα κρυστάλλινα νερά του και τις Κορωνείτισσες
να πλένουν στις όχθες του και να απλώνουν τα ρούχα τους στα πουρνάρια και τα
σκοίνα· να επισκεφτείς τα ξωκλήσια της, που το καθένα είναι αφιερωμένο σε
κάποιο βιβλικό πρόσωπο, προφήτη ή άγιο, όπως ο Προφήτης Ηλίας, ο Άγιος
Γεώργιος, ο Άγιος Νικήτας, οι Ταξιάρχες.
Αν συνεχίσεις το ταξίδι σου πίσω στο χρόνο, θα θυμηθείς την πλατεία του χωριού
και να αφουγκραστείς το αγκομαχητό του λεωφορείου που ανέβαινε κάνοντας το
δρομολόγιο Κορώνεια-Λιβαδειά μια φορά την ημέρα. Εκεί θα δεις να περιμένουν
γυναίκες, παιδιά, γερόντισσες, για να δουν ποιος ήρθε, τι πήρε, γιατί το πήρε
και να τα σχολιάσουν με διάφορους τρόπους.
Και συνεχίζοντας την αναδρομή στο παρελθόν, παίρνεις σιγά-σιγά την κατηφόρα για
τη βρύση του χωριού. Εκεί θα περιμένεις τη σειρά σου, για να πάρεις νερό. Θα
πιεί πρώτα το μουλάρι του Αλέκου του Μπελεσάκου, μετά θα γεμίσει τη βαρέλα της
η Φλωρού, ενώ στο διπλανό κάνταλο η Σταυρού θα πλένει στάρι για τον τραχανά.
Στο μεταξύ μπορεί να γίνει και κάποιος καβγάς για την κατανομή του νερού, γιατί
πρέπει να ποτιστούν και τα γύρω περιβόλια. Και αφού περιμένεις αρκετή ώρα
ρουφώντας το άρωμα από τις συκιές που βρίσκονται εκεί γύρω, θα ανηφορίσεις και
πάλι από την άλλη πλευρά για το αρχοντικό του Σταύρου του Γεωργόπουλου, όπου θα
σε καλωσορίσει η γλυκύτατη θεία Ελένη και ο συνετός μπάρμπα-Σταύρος,
τριγυρισμένος από τις όμορφες κόρες του και τη χαριτωμένη εγγονή του. Εκεί θα
σου προσφέρουν καφέ με κουλουράκι και κρύο νερό από τη Ντάρδεζα. Και αν θες να
βιγλίσεις τον κάμπο, δεν έχεις παρά να βγεις στο μπαλκονάκι με τις φτέρες και
τις μαντζουράνες, για να χορτάσει το μάτι σου ομορφιά.
Αν σεργιανίσεις την Κορώνεια της τότε εποχής, όχι με ένοχη περιέργεια αλλά με
την αθωότητα μικρών παιδιών, τότε κάτι μπορεί να ανακαλύψεις. Θα ρουφήξεις το
μυρωμένο αεράκι της και θα ανηφορίσεις για τον Άγιο Ταξιάρχη και πριν μπεις στο
βαθύσκιωτο δρομάκι που θα σε βγάλει στο όμορφο ξωκλήσι, θα σταθείς να πάρεις
μια ανάσα και να χαιρετίσεις την κυρία Ευανθία με την όμορφη κόρη της
Βαγγελίτσα και τη μικρή ανιψιά της Βαρβάρα. Εκείνες θα σου προσφέρουν δαμάσκηνα
και ολόγλυκα σύκα στη δροσερή αυλή τους, συνοδευόμενα από ένα καλωσόρισμα που
σε σκλαβώνει. Και όταν μετά από λίγη ώρα φτάσεις στο εκκλησάκι, θα δεις το
βουνό σ’ όλη του την ομορφιά και θα ακούσεις τα κουδουνίσματα από τα κοπάδια
του Δημητρόπουλου και του Γιάννη της Μαλάμως, θα ξεδιψάσεις από τη βρυσούλα με
το πέτρινο κάνταλο και θα καθίσεις στο ασπρισμένο πεζούλι να ξεκουραστείς.
Φτάνοντας κοντά στην πλατεία θα δεις ένα σπίτι με ολάνοιχτη πόρτα και τραπέζι
στρωμένο για τους ξένους . Είναι το σπίτι του Μήτσου του Μιγκλή για τον οποίο
νιώθω περήφανη που ήταν θείος μου.
Και αφού θαυμάσεις το βουνό και τις πλαγιές του ακούγοντας τα αηδόνια να σε
μαγεύουν, ξαναγυρνάς στο παρόν παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής με την ευχή
αυτός ο μοσχομυρισμένος τόπος να μη χαθεί ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.